βαρύτατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύτατος η βαρύτατη το βαρύτατο
      γενική του βαρύτατου της βαρύτατης του βαρύτατου
    αιτιατική τον βαρύτατο τη βαρύτατη το βαρύτατο
     κλητική βαρύτατε βαρύτατη βαρύτατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρύτατοι οι βαρύτατες τα βαρύτατα
      γενική των βαρύτατων των βαρύτατων των βαρύτατων
    αιτιατική τους βαρύτατους τις βαρύτατες τα βαρύτατα
     κλητική βαρύτατοι βαρύτατες βαρύτατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαρύτατος < αρχαία ελληνική, υπερθετικός βαθμός του βαρύς

Επίθετο

βαρύτατος, -η, -ο

  1. πολύ βαρύς, πολύ αρνητικός, πολύ σοβαρός ως προς τη σημασία και / ή τις επιπτώσεις του
    βαρύτατες κυρώσεις, βαρύτατες συνέπειες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.