βαρύγδουπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύγδουπος η βαρύγδουπη το βαρύγδουπο
      γενική του βαρύγδουπου της βαρύγδουπης του βαρύγδουπου
    αιτιατική τον βαρύγδουπο τη βαρύγδουπη το βαρύγδουπο
     κλητική βαρύγδουπε βαρύγδουπη βαρύγδουπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρύγδουποι οι βαρύγδουπες τα βαρύγδουπα
      γενική των βαρύγδουπων των βαρύγδουπων των βαρύγδουπων
    αιτιατική τους βαρύγδουπους τις βαρύγδουπες τα βαρύγδουπα
     κλητική βαρύγδουποι βαρύγδουπες βαρύγδουπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαρύγδουπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρύγδουπος. Συγχρονικά ανλύεται σε βαρύ- + γδούπ(ος) + -ος

Επίθετο

βαρύγδουπος, -η, -ο

  1. αυτός που προκαλεί κρότο, ο βροντερός
  2. (μεταφορικά) που προκαλεί εντύπωση
    οι βαρύγδουπες δηλώσεις των πολιτικών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.