βαρονέσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρονέσα | οι | βαρονέσες |
| γενική | της | βαρονέσας | — | |
| αιτιατική | τη | βαρονέσα | τις | βαρονέσες |
| κλητική | βαρονέσα | βαρονέσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βαρονέσα θηλυκό → δείτε τη λέξη βαρόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.