βαρονέσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρονέσα οι βαρονέσες
      γενική της βαρονέσας
    αιτιατική τη βαρονέσα τις βαρονέσες
     κλητική βαρονέσα βαρονέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρονέσα < βαρών(ος) + -έσα (με επίδραση από την ιταλική baronessa)

Ουσιαστικό

βαρονέσα θηλυκό  δείτε τη λέξη  βαρόνη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.