βαρυπενθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαρυπενθής | η | βαρυπενθής | το | βαρυπενθές |
| γενική | του | βαρυπενθούς* | της | βαρυπενθούς | του | βαρυπενθούς |
| αιτιατική | τον | βαρυπενθή | τη | βαρυπενθή | το | βαρυπενθές |
| κλητική | βαρυπενθή(ς) | βαρυπενθής | βαρυπενθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαρυπενθείς | οι | βαρυπενθείς | τα | βαρυπενθή |
| γενική | των | βαρυπενθών | των | βαρυπενθών | των | βαρυπενθών |
| αιτιατική | τους | βαρυπενθείς | τις | βαρυπενθείς | τα | βαρυπενθή |
| κλητική | βαρυπενθείς | βαρυπενθείς | βαρυπενθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαρυπενθής < αρχαία ελληνική βαρυπενθής
Συγγενικά
- βαρυπενθώ
- βαρυπενθών
- → δείτε τις λέξεις βαρύς και πένθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.