βαρδαβέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρδαβέλα οι βαρδαβέλες
      γενική της βαρδαβέλας
    αιτιατική τη βαρδαβέλα τις βαρδαβέλες
     κλητική βαρδαβέλα βαρδαβέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρδαβέλα < ιταλική vardavella

Ουσιαστικό

βαρδαβέλα θηλυκό

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  • σε άλλες γλώσσες, όπως στην τουρκική, βαρδαβέλες ονομάζονται και οι κάθετοι στυλίσκοι που φέρονται στο κατάστρωμα των πλοίων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.