βάρβαξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βαρβακ-
ονομαστική βάρβαξ οἱ βάρβακες
      γενική τοῦ βάρβακος τῶν βαρβάκων
      δοτική τῷ βάρβακ τοῖς βάρβαξ(ν)
    αιτιατική τὸν βάρβακ τοὺς βάρβακᾰς
     κλητική ! βάρβαξ βάρβακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάρβακε
γεν-δοτ τοῖν  βαρβάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάρβαξ < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

βάρβαξ αρσενικό

  • (πτηνό) το βαρβάκι
      Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
    <βάρβαξἱέραξ, παρὰ Λίβυσι. [καὶ φύραμα στρογγύλον, ἀφ' οὗ αἱ μάζαι γίνονται. καὶ ἐρίων τολύπαι]

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.