βαράθρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαράθρωση οι βαραθρώσεις
      γενική της βαράθρωσης* των βαραθρώσεων
    αιτιατική τη βαράθρωση τις βαραθρώσεις
     κλητική βαράθρωση βαραθρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαραθρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαράθρωση < βαραθρώνω + -ση < βάραθρο < αρχαία ελληνική βάραθρον

Ουσιαστικό

βαράθρωση θηλυκό

  1. το γκρέμισμα σε κάποιο βάραθρο
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) καταστροφή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.