βαμβακιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακιά οι βαμβακιές
      γενική της βαμβακιάς των βαμβακιών
    αιτιατική τη βαμβακιά τις βαμβακιές
     κλητική βαμβακιά βαμβακιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαμβακιά < βαμβάκι + -ιά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαμβακιά

Ουσιαστικό

βαμβακιά θηλυκό

  • (φυτό) φυτό του γένους Gossypium με πλατιά φύλλα τρίλοβα έως επτάλοβα, το οποίο καλλιεργείται για τις ίνες του (το βαμβάκι)

  • μπαμπακιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.