βαμβακουργείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαμβακουργείο τα βαμβακουργεία
      γενική του βαμβακουργείου των βαμβακουργείων
    αιτιατική το βαμβακουργείο τα βαμβακουργεία
     κλητική βαμβακουργείο βαμβακουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαμβακουργείο < βαμβάκι + -ουργείο

Ουσιαστικό

βαμβακουργείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.