mill
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| mill | mills |
mill (en)
- ο μύλος, το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το άλεσμα των σιτηρών· το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο μύλος
- ↪ He is bringing flour from the mill.
- Φέρνει το αλεύρι από το μύλο.
- ↪ the roof of the mill - η στέγη του μύλου
- ↪ He is bringing flour from the mill.
- (συνήθως συνήθως με πολυλεκτικούς όρους) το εργοστάσιο που παράγει ένα συγκεκριμένο είδος υλικού
- ↪ a mill worker - εργάτης εργοστασίου
- ↪ a paper mill - εργοστάσιο χαρτοποιίας
- ↪ a cotton mill - βαμβακουργείο
- ↪ a steel mill - χαλυβουργείο
- (συνήθως συνήθως με πολυλεκτικούς όρους) ο μύλος, μια μικρή συσκευή, συνήθως χειροκίνητων, που χρησιμοποιούνται για κόψιμο ή για πολτοποίηση υλικών
Ρήμα
| ενεστώτας | mill |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | mills |
| αόριστος | milled |
| παθητική μετοχή | milled |
| ενεργητική μετοχή | milling |
mill (en)
Παράγωγα
Πηγές
- mill (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mill (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 578. ISBN 9780194325684., λήμμα: μύλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.