βακχευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βακχευτής | οι | βακχευτές |
| γενική | του | βακχευτή | των | βακχευτών |
| αιτιατική | τον | βακχευτή | τους | βακχευτές |
| κλητική | βακχευτή | βακχευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βακχευτής < (ελληνιστική κοινή) βακχευτής <αρχαία ελληνική Βάκχος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Βάκχος
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βακχευτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βακχευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.