βαθυσκαφής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθυσκαφής | η | βαθυσκαφής | το | βαθυσκαφές |
| γενική | του | βαθυσκαφούς* | της | βαθυσκαφούς | του | βαθυσκαφούς |
| αιτιατική | τον | βαθυσκαφή | τη | βαθυσκαφή | το | βαθυσκαφές |
| κλητική | βαθυσκαφή(ς) | βαθυσκαφής | βαθυσκαφές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθυσκαφείς | οι | βαθυσκαφείς | τα | βαθυσκαφή |
| γενική | των | βαθυσκαφών | των | βαθυσκαφών | των | βαθυσκαφών |
| αιτιατική | τους | βαθυσκαφείς | τις | βαθυσκαφείς | τα | βαθυσκαφή |
| κλητική | βαθυσκαφείς | βαθυσκαφείς | βαθυσκαφή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθυσκαφής < αρχαία ελληνική βαθυσκαφής < βαθυ- + σκάπτω
Επίθετο
βαθυσκαφής, -ής, -ές
- σκαμμένος βαθιά
- Επί το μέγα πρόσωπον / της γης πολυβοτάνου, / ευθύς το ουράνιον βλέμμα / βαθυσκαφή εφανέρωσε / μνήματα μύρια. (Ανδρέας Κάλβος, Εις τον Ιερόν Λόχον)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ βαθυσκαφής | τὸ βαθυσκαφές | οἱ, αἱ βαθυσκαφεῖς | τὰ βαθυσκαφῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς βαθυσκαφοῦς | τοῦ βαθυσκαφοῦς | τῶν βαθυσκαφῶν | τῶν βαθυσκαφῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ βαθυσκαφεῖ | τῷ βαθυσκαφεῖ | τοῖς, ταῖς βαθυσκαφέσι(ν) | τοῖς βαθυσκαφέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν βαθυσκαφῆ | τὸ βαθυσκαφές | τοὺς, τὰς βαθυσκαφεῖς | τὰ βαθυσκαφῆ |
| Κλητική | βαθυσκαφές | βαθυσκαφές | βαθυσκαφεῖς | βαθυσκαφῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | βαθυσκαφεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | βαθυσκαφοῖν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.