βαθμοθήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαθμοθήρας οι βαθμοθήρες
      γενική του βαθμοθήρα των βαθμοθηρών
    αιτιατική τον βαθμοθήρα τους βαθμοθήρες
     κλητική βαθμοθήρα βαθμοθήρες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βαθμοθήρας οι βαθμοθήρες
      γενική του/της βαθμοθήρα των βαθμοθηρών
    αιτιατική τον/τη βαθμοθήρα τους/τις βαθμοθήρες
     κλητική βαθμοθήρα βαθμοθήρες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθμοθήρας < βαθμο- + -θήρας

Ουσιαστικό

βαθμοθήρας αρσενικό ή και θηλυκό

  • (μειωτικό) για μαθητή, σπουδαστή, φοιτητή που επιδιώκει με εμμονή να πάρει ψηλούς βαθμούς στα μαθήματά του

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.