βαθμοθήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαθμοθήρας | οι | βαθμοθήρες |
| γενική | του | βαθμοθήρα | των | βαθμοθηρών |
| αιτιατική | τον | βαθμοθήρα | τους | βαθμοθήρες |
| κλητική | βαθμοθήρα | βαθμοθήρες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | βαθμοθήρας | οι | βαθμοθήρες |
| γενική | του/της | βαθμοθήρα | των | βαθμοθηρών |
| αιτιατική | τον/τη | βαθμοθήρα | τους/τις | βαθμοθήρες |
| κλητική | βαθμοθήρα | βαθμοθήρες | ||
| Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
| Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαθμοθήρας < βαθμο- + -θήρας
Ουσιαστικό
βαθμοθήρας αρσενικό ή και θηλυκό
Μεταφράσεις
βαθμοθήρας
|
|
Πηγές
- ως αρσενικό βαθμοθήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ως αρσενικό «βαθμοθήρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.