βαγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαγιά | οι | βαγιές |
| γενική | της | βαγιάς | των | βαγιών |
| αιτιατική | τη | βαγιά | τις | βαγιές |
| κλητική | βαγιά | βαγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαγιά < αρχαία ελληνική βαΐς < αρχαία αιγυπτιακά b'j (κοπτικά bai)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.