βαΐς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βαΐς | αἱ | βαΐδες |
| γενική | τῆς | βαΐδος | τῶν | βαΐδων |
| δοτική | τῇ | βαΐδῐ | ταῖς | βαΐσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | βαΐδᾰ | τὰς | βαΐδᾰς |
| κλητική ὦ! | βαΐς* | βαΐδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαΐδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαΐδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς Και γενική πληθυντικού βαΐων από το θηλυκό βάϊς και στα ουδέτερα βαΐον και βάϊον. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαΐς (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή b'j (δείτε και κοπτικά bai) [1]
Ουσιαστικό
βαΐς θηλυκό (& βάϊς)
- (ελληνιστική κοινή) κλαδί φοίνικα
- ※ ἐγὼ φυτὸν ὄνομα βαΐς, ἐγὼ ἀπόρροια αἵματος ἀπὸ τῆς τοῦ μεγάλου ταφῆς τῶν βαΐων, ἐγὼ ἡ Πίστις εἰς ἀνθρώπους εὑρεθεῖσα (Papyri Graecae Magicae, 12, 227)
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- Δε σχετίζεται το θηλυκό βαΐα (η παραμάνα) λατινικής προέλευσης
Αναφορές
- «βάγια» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βαΐς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.