βιτσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιτσιά | οι | βιτσιές |
| γενική | της | βιτσιάς | των | βιτσιών |
| αιτιατική | τη | βιτσιά | τις | βιτσιές |
| κλητική | βιτσιά | βιτσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βιτσιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.