βιτσίζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιτσίζω | βίτσιζα | θα βιτσίζω | να βιτσίζω | βιτσίζοντας | |
| β' ενικ. | βιτσίζεις | βίτσιζες | θα βιτσίζεις | να βιτσίζεις | βίτσιζε | |
| γ' ενικ. | βιτσίζει | βίτσιζε | θα βιτσίζει | να βιτσίζει | ||
| α' πληθ. | βιτσίζουμε | βιτσίζαμε | θα βιτσίζουμε | να βιτσίζουμε | ||
| β' πληθ. | βιτσίζετε | βιτσίζατε | θα βιτσίζετε | να βιτσίζετε | βιτσίζετε | |
| γ' πληθ. | βιτσίζουν(ε) | βίτσιζαν βιτσίζαν(ε) |
θα βιτσίζουν(ε) | να βιτσίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βίτσισα | θα βιτσίσω | να βιτσίσω | βιτσίσει | ||
| β' ενικ. | βίτσισες | θα βιτσίσεις | να βιτσίσεις | βίτσισε | ||
| γ' ενικ. | βίτσισε | θα βιτσίσει | να βιτσίσει | |||
| α' πληθ. | βιτσίσαμε | θα βιτσίσουμε | να βιτσίσουμε | |||
| β' πληθ. | βιτσίσατε | θα βιτσίσετε | να βιτσίσετε | βιτσίστε | ||
| γ' πληθ. | βίτσισαν βιτσίσαν(ε) |
θα βιτσίσουν(ε) | να βιτσίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βιτσίσει | είχα βιτσίσει | θα έχω βιτσίσει | να έχω βιτσίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βιτσίσει | είχες βιτσίσει | θα έχεις βιτσίσει | να έχεις βιτσίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βιτσίσει | είχε βιτσίσει | θα έχει βιτσίσει | να έχει βιτσίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιτσίσει | είχαμε βιτσίσει | θα έχουμε βιτσίσει | να έχουμε βιτσίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βιτσίσει | είχατε βιτσίσει | θα έχετε βιτσίσει | να έχετε βιτσίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιτσίσει | είχαν βιτσίσει | θα έχουν βιτσίσει | να έχουν βιτσίσει |
| |
Μεταφράσεις
βιτσίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.