βίζιτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βίζιτα | οι | βίζιτες |
| γενική | της | βίζιτας | των | βιζιτών |
| αιτιατική | τη | βίζιτα | τις | βίζιτες |
| κλητική | βίζιτα | βίζιτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βίζιτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική visita
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.