βίζιτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βίζιτα οι βίζιτες
      γενική της βίζιτας των βιζιτών
    αιτιατική τη βίζιτα τις βίζιτες
     κλητική βίζιτα βίζιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίζιτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική visita

Ουσιαστικό

βίζιτα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η επίσκεψη
  2. η επίσκεψη πόρνης σε πελάτη

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.