βένθος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βένθος < αρχαία ελληνική βένθος < βάθος

Ουσιαστικό

βένθος ουδέτερο

  • το σύνολο των έμβιων οργανισμών που ζουν και αναπτύσσονται στο βυθό των θαλασσών ή και λιμνών

Συγγενικά

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βένθος < βάθος (σχηματίσθηκε κατά το πένθος από το πάθος)

Ουσιαστικό

βένθος ουδέτερο

  1. το σχετικά μεγάλο βάθος, κυρίως της θάλασσας
    • κατὰ βένθος ἁλός (Όμηρος)
    • ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν
    • ἐν βένθεσσιν ἁλός, βένθεσι λίμνης, βαθείης βένθεσιν ὕλης
    • ὅς Αἰγαίου πρῶνας ἢ γλαυκᾶς μέδεις ἁλός ἐν βένθεσιν (<ο Ποσειδώνας> που κυβερνά τα ακρωτήρια του Αιγαίου και τα γκριζωπά βάθη της θάλασσας —Αριστοφάνης)
  2. το βάθος με μεταφορική έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.