βενθικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βενθικός | η | βενθική | το | βενθικό |
| γενική | του | βενθικού | της | βενθικής | του | βενθικού |
| αιτιατική | τον | βενθικό | τη | βενθική | το | βενθικό |
| κλητική | βενθικέ | βενθική | βενθικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βενθικοί | οι | βενθικές | τα | βενθικά |
| γενική | των | βενθικών | των | βενθικών | των | βενθικών |
| αιτιατική | τους | βενθικούς | τις | βενθικές | τα | βενθικά |
| κλητική | βενθικοί | βενθικές | βενθικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βενθικός < βένθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.