ενδοβένθος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενδοβένθος < ένδον και βένθος

Ουσιαστικό

ενδοβένθος ουδέτερο

  • η ενδοπανίδα σε υδρόβιο περιβάλλον, οι οργανισμοί που επιβιώνουν στα ανώτερα στρώματα ενός ιζήματος λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια του πυθμένα, αλλά πάντως μέσα στον πυθμένα, σε αντιδιαστολή προς εκείνους που επιβιώνουν πάνω στην επιφάνειά του π.χ. έρποντας (επιβένθος) ή ακριβώς από πάνω από το βυθό (υπερβένθος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.