βάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βάνα | οι | βάνες |
| γενική | της | βάνας | των | βανών |
| αιτιατική | τη | βάνα | τις | βάνες |
| κλητική | βάνα | βάνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈva.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐να
Ουσιαστικό
βάνα θηλυκό
- ο διακόπτης που εμποδίζει (όταν τον κλείνουμε) και επιτρέπει (όταν τον ανοίγουμε) τη ροή του νερού (ή άλλου υγρού) σ’ ένα δίκτυο σωληνώσεων
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.