λιχνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λιχνίζω < μεσαιωνική ελληνική λιχνίζω < (ελληνιστική κοινή) λικνίζω / λικμίζω < αρχαία ελληνική λικμάω / λικμῶ < λικμός

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈxni.zo/

Ρήμα

λιχνίζω (παθητική φωνή: λιχνίζομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.