βανοστάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βανοστάσιο τα βανοστάσια
      γενική του βανοστάσιου
& βανοστασίου
των βανοστάσιων
& βανοστασίων
    αιτιατική το βανοστάσιο τα βανοστάσια
     κλητική βανοστάσιο βανοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βανοστάσιο < βάνα + -ο- + -στάσιο

Ουσιαστικό

βανοστάσιο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) κατασκευή ή σύστημα με βάνες για τη ρύθμιση της ροής φυσικού αερίου (ή άλλων αερίων ή υγρών)
    ο διαχειριστής μεταφοράς φυσικού αερίου της χώρας (Δ.Ε.Σ.Φ.Α.) λειτουργεί σταθμούς βανοστασίου στην Καβάλα και στα Φάρσαλα μεταξύ άλλων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.