βάθυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάθυνση οι βαθύνσεις
      γενική της βάθυνσης* των βαθύνσεων
    αιτιατική τη βάθυνση τις βαθύνσεις
     κλητική βάθυνση βαθύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαθύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάθυνση < βαθύνω + -ση < αρχαία ελληνική βαθύνω < βαθύς

Ουσιαστικό

βάθυνση θηλυκό

  1. το να κάνω κάτι πιο βαθύ, πιο κοίλο
  2. το να κάνω κάποιο χρώμα πιο σκούρο
  3. (μεταφορικά) εμβάθυνση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.