αὐτοματίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτοματίζω < αὐτόματος

Ρήμα

αὐτοματίζω ( & αὐτοματέω )

  1. φέρομαι αυθόρμητα χωρίς να το καλοσκεφτώ, επιπόλαια, αφήνω κάτι στην τύχη
  2. ο τυχαίος παράγοντας ή ο παράγοντας του φυσικού φαινομένου
    ὥσπερ αὐτοματιζούσης τῆς φύσεως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.