ὄνειδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ὀνειδεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | ὄνειδος | τὰ | ὀνείδη & ὀνείδεᾰ | |
| γενική | τοῦ | ὀνείδους & ὀνείδεος |
τῶν | ὀνειδῶν & ὀνειδέων | |
| δοτική | τῷ | ὀνείδει & ὀνείδεῐ̈ |
τοῖς | ὀνείδεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | ὄνειδος | τὰ | ὀνείδη & ὀνείδεα | |
| κλητική ὦ! | ὄνειδος | ὀνείδη & ὀνείδεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνείδει & ὀνείδεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀνειδοῖν & ὀνειδέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ὄνειδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)
Ουσιαστικό
ὄνειδος ουδέτερο
- φήμη
- όνειδος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 311
- ἔργον δ᾽ οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ᾽ ὄνειδος.
- Διόλου ντροπή η δουλειά, ντροπή η αεργία.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔργον δ᾽ οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ᾽ ὄνειδος.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 311
Συγγενικά
- ἀνονείδιστος
- ἐξονειδισμός
- ἐξονειδιστικός
- ἐπονείδιστος
- ὀνειδείη
- ὀνείδειος
- ὀνειδείω
- ὀνειδίζω (και τα παράγωγά του)
- ὀνειδίη
- ὀνείδιος
- ὀνείδισις
- ὀνείδισμα
- ὀνειδισμός
- ὀνειδιστέον
- ὀνειδιστήρ
- ὀνειδιστής
- ὀνειδιστικός
- ὀνειδιστικῶς
- ὀνειδιστῶς
Πηγές
- ὄνειδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνειδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.