αχρωμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχρωμία οι αχρωμίες
      γενική της αχρωμίας των αχρωμιών
    αιτιατική την αχρωμία τις αχρωμίες
     κλητική αχρωμία αχρωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική achromia < αρχαία ελληνική χρῶμα

Ουσιαστικό

αχρωμία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.