αχρείαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχρείαστος | η | αχρείαστη | το | αχρείαστο |
| γενική | του | αχρείαστου | της | αχρείαστης | του | αχρείαστου |
| αιτιατική | τον | αχρείαστο | την | αχρείαστη | το | αχρείαστο |
| κλητική | αχρείαστε | αχρείαστη | αχρείαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχρείαστοι | οι | αχρείαστες | τα | αχρείαστα |
| γενική | των | αχρείαστων | των | αχρείαστων | των | αχρείαστων |
| αιτιατική | τους | αχρείαστους | τις | αχρείαστες | τα | αχρείαστα |
| κλητική | αχρείαστοι | αχρείαστες | αχρείαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχρείαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αχρείαστος, -η, -ο
Αντώνυμα
- χρειαζούμενος (προφορικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.