αχνά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αχνά < αχνός + < μεσαιωνική ελληνική αχνός < αρχαία ελληνική ἀτμός

Επίρρημα

αχνά

  1. με αχνό τρόπο
     συνώνυμα: αμυδρά, θαμπά, μουντά
  2. με αδυναμία
     συνώνυμα: αδύναμα, ασθενικά, λίγο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αχνά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.