αχειροθέτητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχειροθέτητος η αχειροθέτητη το αχειροθέτητο
      γενική του αχειροθέτητου της αχειροθέτητης του αχειροθέτητου
    αιτιατική τον αχειροθέτητο την αχειροθέτητη το αχειροθέτητο
     κλητική αχειροθέτητε αχειροθέτητη αχειροθέτητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχειροθέτητοι οι αχειροθέτητες τα αχειροθέτητα
      γενική των αχειροθέτητων των αχειροθέτητων των αχειροθέτητων
    αιτιατική τους αχειροθέτητους τις αχειροθέτητες τα αχειροθέτητα
     κλητική αχειροθέτητοι αχειροθέτητες αχειροθέτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχειροθέτητος < μεσαιωνική ελληνική ἀχειροθέτητος < ἀ- + χειροθετώ + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.çi.ɾoˈθe.ti.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχειροθέτητος

Επίθετο

αχειροθέτητος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.