αφοσιωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφοσιωμένος η αφοσιωμένη το αφοσιωμένο
      γενική του αφοσιωμένου της αφοσιωμένης του αφοσιωμένου
    αιτιατική τον αφοσιωμένο την αφοσιωμένη το αφοσιωμένο
     κλητική αφοσιωμένε αφοσιωμένη αφοσιωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφοσιωμένοι οι αφοσιωμένες τα αφοσιωμένα
      γενική των αφοσιωμένων των αφοσιωμένων των αφοσιωμένων
    αιτιατική τους αφοσιωμένους τις αφοσιωμένες τα αφοσιωμένα
     κλητική αφοσιωμένοι αφοσιωμένες αφοσιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφοσιωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφοσιώνομαι

Μετοχή

αφοσιωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.