αφοδράριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφοδράριστος η αφοδράριστη το αφοδράριστο
      γενική του αφοδράριστου της αφοδράριστης του αφοδράριστου
    αιτιατική τον αφοδράριστο την αφοδράριστη το αφοδράριστο
     κλητική αφοδράριστε αφοδράριστη αφοδράριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφοδράριστοι οι αφοδράριστες τα αφοδράριστα
      γενική των αφοδράριστων των αφοδράριστων των αφοδράριστων
    αιτιατική τους αφοδράριστους τις αφοδράριστες τα αφοδράριστα
     κλητική αφοδράριστοι αφοδράριστες αφοδράριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφοδράριστος < α- + φορδαρισ- από φοδράρω + -τος < βενετική fodrar < fodra < πρωτογερμανική *fōdrą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)

Επίθετο

αφοδράριστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.