αφαιρετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφαιρετικός | η | αφαιρετική | το | αφαιρετικό |
| γενική | του | αφαιρετικού | της | αφαιρετικής | του | αφαιρετικού |
| αιτιατική | τον | αφαιρετικό | την | αφαιρετική | το | αφαιρετικό |
| κλητική | αφαιρετικέ | αφαιρετική | αφαιρετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφαιρετικοί | οι | αφαιρετικές | τα | αφαιρετικά |
| γενική | των | αφαιρετικών | των | αφαιρετικών | των | αφαιρετικών |
| αιτιατική | τους | αφαιρετικούς | τις | αφαιρετικές | τα | αφαιρετικά |
| κλητική | αφαιρετικοί | αφαιρετικές | αφαιρετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφαιρετικός < (ελληνιστική κοινή) ἀφαιρετικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική soustractif)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αφαιρώ
Μεταφράσεις
αφαιρετικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.