αφάγωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφάγωτος η αφάγωτη το αφάγωτο
      γενική του αφάγωτου της αφάγωτης του αφάγωτου
    αιτιατική τον αφάγωτο την αφάγωτη το αφάγωτο
     κλητική αφάγωτε αφάγωτη αφάγωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφάγωτοι οι αφάγωτες τα αφάγωτα
      γενική των αφάγωτων των αφάγωτων των αφάγωτων
    αιτιατική τους αφάγωτους τις αφάγωτες τα αφάγωτα
     κλητική αφάγωτοι αφάγωτες αφάγωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφάγωτος < α- στερητικό + φαγώνομαι

Επίθετο

αφάγωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει φαγωθεί, συνήθως μόνο με τις έννοιες:
    • δεν έχει σπαταληθεί
    • δεν έχει γίνει τροφή κάποιου
  2. (σπάνιο) που δεν έχει φάει

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • θέλω και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.