αυχμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυχμός οι αυχμοί
      γενική του αυχμού των αυχμών
    αιτιατική τον αυχμό τους αυχμούς
     κλητική αυχμέ αυχμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυχμός < αρχαία ελληνική αὐχμός

Ουσιαστικό

αυχμός αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από ζέστη, ανομβρία και ξηρασία
  2. (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά) στεγνότητα, ξηρότητα, ξεραΐλα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.