αυχμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυχμός | οι | αυχμοί |
| γενική | του | αυχμού | των | αυχμών |
| αιτιατική | τον | αυχμό | τους | αυχμούς |
| κλητική | αυχμέ | αυχμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυχμός < αρχαία ελληνική αὐχμός
Ουσιαστικό
αυχμός αρσενικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αυχμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.