αυτοσαρκασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυτοσαρκασμός | οι | αυτοσαρκασμοί |
| γενική | του | αυτοσαρκασμού | των | αυτοσαρκασμών |
| αιτιατική | τον | αυτοσαρκασμό | τους | αυτοσαρκασμούς |
| κλητική | αυτοσαρκασμέ | αυτοσαρκασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.sar.kaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐σαρ‐κα‐σμός
Ουσιαστικό
αυτοσαρκασμός αρσενικό
- το να σαρκάζει κάποιος τον εαυτό του
- ≈ συνώνυμα: αυτοειρωνία, αυτοσατιρισμός
Συγγενικά
- αυτοσαρκάζομαι
- αυτοσαρκαστικά (επίρρημα)
- αυτοσαρκαστικός
- → δείτε τις λέξεις αυτός, σαρκασμός, σαρκάζω και σάρκα
Μεταφράσεις
αυτοσαρκασμός
|
|
Πηγές
- αυτοσαρκασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αυτοσαρκασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αυτοσαρκασμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.