αυτοσαρκαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοσαρκαστικά < αυτοσαρκαστικός
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αυτοσαρκαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυτοσαρκαστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αυτοσαρκαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυτοσαρκαστικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.