αυτοπυρπόληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοπυρπόληση | οι | αυτοπυρπολήσεις |
| γενική | της | αυτοπυρπόλησης* | των | αυτοπυρπολήσεων |
| αιτιατική | την | αυτοπυρπόληση | τις | αυτοπυρπολήσεις |
| κλητική | αυτοπυρπόληση | αυτοπυρπολήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπυρπολήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοπυρπόληση < αυτοπυρπολούμαι + -ση < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbstverbrennung
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.