αυτοπυρπολούμαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αυτοπυρπολούμαι
<
αυτο-
+
πυρπολούμαι
Ρήμα
αυτοπυρπολούμαι
πυρπολώ
εγώ ο
ίδιος
τον εαυτό μου
Συγγενικά
αυτοπυρπόληση
Μεταφράσεις
αυτοπυρπολούμαι
αγγλικά
:
self-immolate
(en)
γαλλικά
:
s'immoler
(fr)
par le
feu
(fr)
τσεχικά
:
upálit se
(cs)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.