αυτοπεψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοπεψία | οι | αυτοπεψίες |
| γενική | της | αυτοπεψίας | των | αυτοπεψιών |
| αιτιατική | την | αυτοπεψία | τις | αυτοπεψίες |
| κλητική | αυτοπεψία | αυτοπεψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοπεψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: autopepsia < αρχαία ελληνική αὐτός + πέψις
Μεταφράσεις
- αυτοπεψία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.