πίστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίστα οι πίστες
      γενική της πίστας των πιστών
    αιτιατική την πίστα τις πίστες
     κλητική πίστα πίστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίστα < γαλλική piste < ιταλική pista < λατινική pisto < pistum < pinso < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peys-

Ουσιαστικό

πίστα θηλυκό

  1. ένα μέρος ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού
  2. ο διάδρομος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.