αυθύπαρχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυθύπαρχτος | η | αυθύπαρχτη | το | αυθύπαρχτο |
| γενική | του | αυθύπαρχτου | της | αυθύπαρχτης | του | αυθύπαρχτου |
| αιτιατική | τον | αυθύπαρχτο | την | αυθύπαρχτη | το | αυθύπαρχτο |
| κλητική | αυθύπαρχτε | αυθύπαρχτη | αυθύπαρχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυθύπαρχτοι | οι | αυθύπαρχτες | τα | αυθύπαρχτα |
| γενική | των | αυθύπαρχτων | των | αυθύπαρχτων | των | αυθύπαρχτων |
| αιτιατική | τους | αυθύπαρχτους | τις | αυθύπαρχτες | τα | αυθύπαρχτα |
| κλητική | αυθύπαρχτοι | αυθύπαρχτες | αυθύπαρχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυθύπαρχτος < αυθύπαρκτος
Μεταφράσεις
αυθύπαρχτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.