ατροφοδότητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατροφοδότητος η ατροφοδότητη το ατροφοδότητο
      γενική του ατροφοδότητου της ατροφοδότητης του ατροφοδότητου
    αιτιατική τον ατροφοδότητο την ατροφοδότητη το ατροφοδότητο
     κλητική ατροφοδότητε ατροφοδότητη ατροφοδότητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατροφοδότητοι οι ατροφοδότητες τα ατροφοδότητα
      γενική των ατροφοδότητων των ατροφοδότητων των ατροφοδότητων
    αιτιατική τους ατροφοδότητους τις ατροφοδότητες τα ατροφοδότητα
     κλητική ατροφοδότητοι ατροφοδότητες ατροφοδότητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατροφοδότητος < α- + τροφοδοτώ + -τος

Επίθετο

ατροφοδότητος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.