ατμοτουρμπίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατμοτουρμπίνα οι ατμοτουρμπίνες
      γενική της ατμοτουρμπίνας των ατμοτουρμπινών
    αιτιατική την ατμοτουρμπίνα τις ατμοτουρμπίνες
     κλητική ατμοτουρμπίνα ατμοτουρμπίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατμοτουρμπίνα < ατμο- + τουρμπίνα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική steam turbine

Προφορά

ΔΦΑ : /a.tmo.tuɾˈbi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατμοτουρμπίνα

Ουσιαστικό

ατμοτουρμπίνα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.