ατασθαλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατασθαλία | οι | ατασθαλίες |
| γενική | της | ατασθαλίας | των | ατασθαλιών |
| αιτιατική | την | ατασθαλία | τις | ατασθαλίες |
| κλητική | ατασθαλία | ατασθαλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατασθαλία < αρχαία ελληνική ἀτασθαλία < ἀτάσθαλος < πιθανόν από τη φράση: ἄτας θάλλων (αυτός που προκαλεί συμφορές)
Ουσιαστικό
ατασθαλία θηλυκό
- ηθική αταξία, απρέπεια, παράβαση νόμου ή καθήκοντος
- ↪ Υπήρχαν ήδη υποψίες για κακοδιαχείριση στα οικονομικά του συλλόγου και ο έλεγχος που τελείωσε χτες εντόπισε πολλές ατασθαλίες στα λογιστικά βιβλία.
Μεταφράσεις
ατασθαλία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.