ασφαγίαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφαγίαστος η ασφαγίαστη το ασφαγίαστο
      γενική του ασφαγίαστου της ασφαγίαστης του ασφαγίαστου
    αιτιατική τον ασφαγίαστο την ασφαγίαστη το ασφαγίαστο
     κλητική ασφαγίαστε ασφαγίαστη ασφαγίαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφαγίαστοι οι ασφαγίαστες τα ασφαγίαστα
      γενική των ασφαγίαστων των ασφαγίαστων των ασφαγίαστων
    αιτιατική τους ασφαγίαστους τις ασφαγίαστες τα ασφαγίαστα
     κλητική ασφαγίαστοι ασφαγίαστες ασφαγίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασφαγίαστος < α- + σφαγιάζω + -τος

Επίθετο

ασφαγίαστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ασφαγίαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.