ασυνείδητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασυνείδητα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
ασυνείδητα
- (κάνω κάτι) με ασυνείδητο τρόπο, χωρίς να καταλάβω ότι το κάνω
- ασυνείδητα ψηλάφισε τις τσέπες του για πακέτο τσιγάρων, παρότι τα έκοψε πριν δύο μήνες
Μεταφράσεις
ασυνείδητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.