ασυνάλλακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυνάλλακτος | η | ασυνάλλακτη | το | ασυνάλλακτο |
| γενική | του | ασυνάλλακτου | της | ασυνάλλακτης | του | ασυνάλλακτου |
| αιτιατική | τον | ασυνάλλακτο | την | ασυνάλλακτη | το | ασυνάλλακτο |
| κλητική | ασυνάλλακτε | ασυνάλλακτη | ασυνάλλακτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυνάλλακτοι | οι | ασυνάλλακτες | τα | ασυνάλλακτα |
| γενική | των | ασυνάλλακτων | των | ασυνάλλακτων | των | ασυνάλλακτων |
| αιτιατική | τους | ασυνάλλακτους | τις | ασυνάλλακτες | τα | ασυνάλλακτα |
| κλητική | ασυνάλλακτοι | ασυνάλλακτες | ασυνάλλακτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυνάλλακτος < ελληνιστική κοινή ἀσυνάλλακτος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συναλλάσσομαι
Μεταφράσεις
ασυνάλλακτος
|
|
Αναφορές
- ασυνάλλακτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.