ασυμψήφιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυμψήφιστος | η | ασυμψήφιστη | το | ασυμψήφιστο |
| γενική | του | ασυμψήφιστου | της | ασυμψήφιστης | του | ασυμψήφιστου |
| αιτιατική | τον | ασυμψήφιστο | την | ασυμψήφιστη | το | ασυμψήφιστο |
| κλητική | ασυμψήφιστε | ασυμψήφιστη | ασυμψήφιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυμψήφιστοι | οι | ασυμψήφιστες | τα | ασυμψήφιστα |
| γενική | των | ασυμψήφιστων | των | ασυμψήφιστων | των | ασυμψήφιστων |
| αιτιατική | τους | ασυμψήφιστους | τις | ασυμψήφιστες | τα | ασυμψήφιστα |
| κλητική | ασυμψήφιστοι | ασυμψήφιστες | ασυμψήφιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ασυμψήφιστα
- → δείτε τις λέξεις συμψηφίζω, ψηφίζω και ψήφος
Μεταφράσεις
ασυμψήφιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.